ἰοβόλων Androm.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γναμπτήρ — γναμπτήρ, ο (Α) [γνάμπτω] το σαγόνι … Dictionary of Greek
γναμπτῆρι — γναμπτήρ jaw masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)